εὐφιλόπαις

εὐφιλοτίμητος

εὔφιμος
εὐ·φιλοτίμητος, ος, ον [ῐῑ] fait avec zèle, Arstt. Nic. 4, 2, 11.
Étym. εὖ, φιλοτιμέομαι.