Εὐφραγόρης

εὐφράδεια

εὐφραδέως
εὐφράδεια, ας () [ᾰδ] élégance ou justesse de langage, Sext. M. 1, 98 ||
E Ion. εὐφραδίη, Anth. 1, 28.
Étym. εὐφράδης.