Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐπλοίη
εὐπλοκαμίς
εὐπλόκαμος
εὐ·πλοκαμίς,
seul.
ἐϋ·πλοκαμίς,
ῖδος
[
ᾰῑδ
]
adj. f.
c. le suiv.
Od.
2, 119 ;
19, 542
.