εὐπλοίη

εὐπλοκαμίς

εὐπλόκαμος
εὐ·πλοκαμίς, seul. ἐϋ·πλοκαμίς, ῖδος [ᾰῑδ] adj. f. c. le suiv. Od. 2, 119 ; 19, 542.