εὐπλόκαμος

εὔπλοκος

εὔπλοος-ους
εὔ·πλοκος, ος, ον, c. εὔπλεκτος, Opp. H. 3, 75 ; Anth. 6, 174.
Étym. εὖ, πλέκω.