εὔπληκτος

εὐπλήρωτος

εὐπλοέω-οῶ
εὐ·πλήρωτος, ος, ον, facile à remplir, A. Tr. 1, p. 2 ; Gal. 2, 204.
Étym. εὖ, πληρόω.