εὐπροσώπως

εὐπροφάσιστος

εὐπρόφορος
εὐ·προφάσιστος, ος, ον []
1 qu’on justifie par de bons prétextes, plausible, Thc. 6, 105 ||
2 qui admet facilement des prétextes, App. Lib. 64.
Étym. εὖ, προφασίζομαι.