εὐπροαίρετος

εὐπρόσδεκτος

εὐπρόσεδρος
εὐ·πρόσδεκτος, ος, ον, facile à admettre, acceptable, Plut. M. 801c ; NT. Rom. 15, 16, 31, etc.
Étym. εὖ, προσδέχομαι.