εὐπρόσθετος

εὐπρόσιτος

εὐπροσίτως
εὐ·πρόσιτος, ος, ον []
1 accessible, Str. 545 ; Luc. V.H. 2, 44 ; fig. Es. 42.3 Chambry ||
2 affable, Man. 5, 288.
Étym. εὖ, πρόσειμι.