εὐπυνδάκωτος

εὔπυργος

Εὐπυρίδης
εὔ·πυργος, ος, ον, aux belles ou fortes tours, Il. 7, 71 ; Hés. Sc. 270 ||
E Poét. ἠΰπυργος, Pd. N. 4, 12.
Étym. εὖ, πύργος.