εὔπωλος

εὐραθάμιγξ

Εὐρακύλων
εὐ·ραθάμιγξ, ιγγος (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] aux pluies abondantes ou fortes, Nonn. D. 5, 258.
Étym. εὖ, ῥαθάμιγξ.