εὑρεῖν

εὐρείτης

εὔρειτος
*εὐ·ρείτης, seul. dor. εὐρείτας [] Eur. Tr. 809 ; et épq. ἐϋ·ρρείτης, ου, Il. 6, 34 ; Od. 14, 257, c. εὔροος.