εὐρόπως

εὖρος

Εὖρος
εὖρος, εος-ους (τὸ) largeur, Od. 11, 312 ; Hdt. 1, 178 ; Xén. An. 1, 4, 4 ; τὸ εὖρος, Xén. An. 1, 4, 9 ; εὖρος, Xén. An. 1, 4, 4 ; εἰς εὖρος, Eur. Cycl. 390 ; ἐν εὔρει, Eschl. Sept. 763, en largeur.
Étym. cf. εὐρύς.