εὐρυχωρέω-ῶ

εὐρυχωρής

εὐρυχωρία
εὐρυ·χωρής, ής, ές [] c. εὐρύχωρος ||
Cp. -έστερος, Arstt. H.A. 2, 17, 22 ; sup. -έστατος, Arstt. P.A. 3, 5, 16.