Εὐρυμένης

εὐρυμέτωπος

Εὐρυμίδης
εὐρυ·μέτωπος, ος, ον [] au large front, Il. 10, 292 ; Od. 3, 382 ; Hés. Th. 291 ; Straton (Ath. 382e).
Étym. εὐ. μέτωπον.