εὐρυπρωκτία

εὐρύπρωκτος

Εὐρυπτόλεμος
εὐρύ·πρωκτος, ος, ον, au large anus, Eub. (Ath. 25c) ; Ar. Nub. 1090, etc. ||
Cp. -ότερος, Eub. l. c.
Étym. εὐ. πρωκτός.