εὐρυστήθης

εὐρύστομος

Εὐρυτάν
εὐρύ·στομος, ος, ον :
1 à large bouche, Ath. 453a ||
2 à large ouverture, Hpc. 609, 12 ; Xén. Eq. 10, 10.
Étym. εὐ. στόμα.