Εὐρώπιος

εὐρωπός

Εὐρωπός
εὐρ·ωπός, ή, όν, c. εὐρώεις 2, Eur. I.T. 626 ; Opp. H. 3, 20 ; 4, 526.
Étym. εὐρύς, ὤψ, cf. στενωπός.