εὐσκέδαστος

εὐσκέπαστος

εὐσκεπής
εὐ·σκέπαστος, ος, ον, qui offre un bon abri : τὸ εὐσκέπαστον, DC. 49, 30, l’abri ||
Sup. -ότατος, Thc. 5, 71.
Étym. εὖ, σκεπάζω.