εὐσκίαστος

εὔσκιος

ἐϋσκόπελος
εὔ·σκιος, ος, ον, bien ombragé, Pd. P. 11, 21 ; Xén. Œc. 9, 4 ||
E Épq. εΰσκ. Thcr. Idyl. 7, 8.
Étym. εὖ, σκιά.