εὐθύτρητος

εὐθύτριχος

εὐθύτρυπος
εὐθύτριχος, gén. d’εὐθύθριξ.
εὐθύ·τριχος, ος, ον [] c. εὐθύθριξ, Arstt. H.A. 9, 44, 7 ; Polém. Physiogn. 2, 3.