εὐτλήμων

ἐΰτμητος

εὔτοιχος
ἐΰ·τμητος, ος, ον, bien coupé, Il. 7, 304 ; 10, 567 ; 21, 30 ; 23, 825 ; Thcr. Idyl. 25, 102.
Étym. εὖ, τέμνω.