εὐτόρνευτος

εὔτορνος

εὐτράπεζος
εὔ·τορνος, ος, ον :
1 bien travaillé au tour, Eur. Tr. 1197 ||
2 facile à travailler au tour, Th. H.P. 5, 6, 4.
Étym. εὖ, τόρνος.