εὔτρεπτος

εὐτρεπῶς

εὐτρεφής
εὐτρεπῶς, adv. : εὐ. ἔχειν, Dém. 15, 9 ; App. Lib. 18, être prêt, être en état.
Étym. εὐτρεπής.