εὐτυχέως

εὐτύχημα

εὐτυχής
εὐτύχημα, ατος (τὸ) [] succès, Eur. Ph. 1356 ; Xén. An. 6, 1, 6 ; Plat. Conv. 217a.
Étym. εὐτυχέω.