εὐηπελίη

εὐήρατος

Εὐηρείδης
εὐ·ήρατος, ος, ον [] très aimable, charmant, Pd. O. 5, 9 ; 6, 98 ; P. 9, 8 ; Télest. 1, 7.
Étym. εὖ, ἔραμαι.