ἐξαδιαφορέω-ῶ

ἐξαδιαφόρησις

ἑξαδικός
ἐξαδιαφόρησις, εως () [ᾰᾰ] profonde indifférence, Phil. 1, 509.
Étym. ἐξαδιαφορέω.