ἑξάϐραχυς

ἐξαγανακτέω-ῶ

ἐξαγγελία
ἐξ·αγανακτέω-ῶ [ᾰγᾰ] exhaler son indignation : πρός τινα, Jos. A.J. 4, 2, 1, contre qqn.