ἐξαγοράζω

ἐξαγόρευσις

ἐξαγορευτής
ἐξαγόρευσις, εως () []
1 énonciation, révélation, DH. Rhet. 8, 14 ||
2 t. eccl. confession, Bas. 3, 1016, 1236 ; Nyss. 2, 229, 233 ; Chrys. 12, 766 edd. Migne.
Étym. ἐξαγορεύω.