ἐξαγωγός

ἐξαγωνίζομαι

ἑξαγωνίζω
ἐξ·αγωνίζομαι, f. att. -ιοῦμαι [] combattre à outrance : τινι, Eur. H.f. 155, contre qqn ; περί τινος, DS. 13, 73, pour qqe ch.