ἐξαιάζω

ἐξαιγειρόομαι-οῦμαι

ἐξαιθερόω-ῶ
ἐξ·αιγειρόομαι-οῦμαι, dégénérer en peuplier noir, Th. C.P. 2, 16, 2.
Étym. ἐξ, αἴγειρος.