ἐξακολουθέω-ῶ

ἐξακολούθησις

ἐξακονάω-ῶ
ἐξακολούθησις, εως () [] action de suivre, d’accompagner, Clém. 1, 1008 a Migne.
Étym. ἐξακολουθέω.