ἐξακόντισμα

ἐξακοντισμός

ἑξακοσίαρχος
ἐξακοντισμός, οῦ () [ᾰκ] jet de semence séminale, Gal. 4, 627 ; jet d’un éclair en forme de dard, Arstt. Mund. 4, 23.
Étym. ἐξακοντίζω.