ἐξαλειπτικός

ἐξάλειπτρον

ἐξαλείφω
ἐξάλειπτρον, ου (τὸ) [] boîte à onguents ou à parfums, Ar. Ach. 1063 ; Antiph. (Poll. 4, 183).
Étym. ἐξαλείφω.