ἐξαλλαγή

ἐξάλλαγμα

ἐξαλλακτέον
ἐξάλλαγμα, ατος (τὸ) changement, d’où distraction, récréation, Anaxandr. (Bkk. 96) ; Parth. 24, 1.
Étym. ἐξαλλάσσω.