ἐξαμιλλάομαι-ῶμαι

ἔξαμμα

ἑξάμορος
ἔξαμμα, ατος (τὸ) anse, poignée, Thém. 166a (ἐξάπτω 1).
ἔξαμμα, ατος (τὸ) ce qui sert à allumer, Plut. M. 958e (ἐξάπτω 2).