ἐξεικόνισμα

ἐξειλέω-ῶ

ἐξείλησις
ἐξ·ειλέω-ῶ, dérouler : βίϐλον, Luc. M. cond. 41, un livre.
Étym. cf. ἐξείλλω et ἐξίλλω.