ἐξελευθέριος

ἐξελεύθερος

ἐξελευθεροστομέω-ῶ
ἐξ·ελεύθερος, ου () affranchi, Hypér. (Harp. 10, 13) ; Cic. Att. 6, 5, 1 ; à côté de ἀπελεύθερος, DC. 39, 38.
Étym. ἐξ, ἐλεύθερος.