ἐξευπορέω-ῶ

ἐξεύρεσις

ἐξευρετέος
ἐξεύρεσις, εως () invention, découverte, Hdt. 1, 67 ; 1, 94 ; Plat. Min. 315a.
Étym. ἐξευρίσκω.