ἐξευρετικός

ἐξεύρημα

ἐξευρίσκω
ἐξεύρημα, ατος (τὸ) invention, découverte, Eschl. Sept. 649 ; Hdt. 1, 53, etc. ; Ar. Eccl. 578.
Étym. ἐξευρίσκω.