ἐξόμορξις

ἐξόμφαλος

ἐξόν
ἐξ·όμφαλος, ος, ον [] au nombril saillant, Diosc. 4, 70 ; Gal. 2, 274 ; ἐξόμφαλον πάθος, P. Eg. 6, 51, hernie ombilicale.
Étym. ἐξ, ὀμφαλός.