ἐξονειρόω-ῶ

ἐξονειρωγμός

ἐξονειρωκτικός
ἐξονειρωγμός, οῦ () perte séminale pendant le sommeil, Arstt. H.A. 10, 6, 5 ; Probl. 4, 5 ; Th. fr. 7, 16.
Étym. ἐξονειρώσσω.