ἐξοπλίζω

ἐξοπλισία

ἐξόπλισις
ἐξοπλισία, ας () [ῐσ] prise d’armes, Xén. An. 1, 7, 10 ; particul. pour une revue, DS. 19, 3.
Étym. ἐξοπλίζω.