ἐξορισμός

ἐξοριστέος

ἐξοριστικός
ἐξοριστέος, α, ον, vb. d’ἐξορίζω, Clém. 1, 433 b Migne ; Syn. De regn. 13, 1088 c Migne ; au neutre, Thém. 300a.