ἐξοριστικός

ἐξόριστος

ἐξορκίζω
ἐξόριστος, ος, ον, banni, Dém. 548, 27 : ἐκ τῆς γῆς, Pol. 2, 7, 10 ; πόλεως, Din. 100, 11, du territoire, de la ville.
Étym. ἐξορίζω.