ἐξορκισμός

ἐξορκιστής

ἔξορκος
ἐξορκιστής, οῦ () exorciste, t. eccl. Anth. 11, 427 ; NT. Ap. 19, 13 ; Ptol. Tetr. 182.
Étym. ἐξορκίζω.