ἐξορκόω-ῶ

ἐξόρκωσις

ἐξορμάω-ῶ
ἐξόρκωσις, εως () action de faire prêter serment, Hdt. 4, 154 ; Jos. A.J. 2, 5.
Étym. ἐξορκόω.