ἐξουδενισμός

ἐξουδενόω-ῶ

ἐξουδένωμα
ἐξ·ουδενόω-ῶ, c. ἐξουδενίζω, Spt. Jud. 9, 38 ; 1 Reg. 15, 23 et 26 ; Ps. 14, 4 ; Eccl. 9, 16 ; Sir. 34, 22 ; 47, 7 ; 1 Macc. 3, 14 ; NT. Marc. 9, 12 ; Bas. 1, 260 a Migne.