ἐξουθενητικός

ἐξουθενόω-ῶ

ἐξούλης δίκη
ἐξ·ουθενόω-ῶ, c. ἐξουθενέω, Spt. 1 Reg. 8, 7 ; Sir. 34, 31.
Étym. var.