ἐξυπάλυξις

ἐξυπαλύσκω

ἐξυπανίσταμαι
ἐξ·υπ·αλύσκω [ῠᾰ] esquiver, fuir, Q. Sm. 12, 502 ; Orph. Lith. 75.
Étym. ἐξ, ὑπό, ἀλύσκω.