ἐξυπνισμός

ἔξυπνος

ἐξυπνόω-ῶ
ἔξ·υπνος, ος, ον, réveillé, Spt. 1 Esdr. 3, 3 ; NT. Ap. 16, 27 ; Jos. A.J. 11, 3, 2.
Étym. ἐξ ὕπνος.